- λαγνείη
- λαγνείαthe act of coitionfem nom/voc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαγνείῃ — λαγνεία the act of coition fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγνεία — η (Α λαγνεία, ιων. τ. λαγνείη) [λαγνεύω] φιληδονία, ηδυπάθεια ακολασία, ροπή προς τις σαρκικές απολαύσεις («τοῡ δὲ μὴ δουλεύειν... ὕπνῳ καὶ λαγνείᾳ οἴει τι ἄλλο αἰτιώτερον εἶναι;», Ξεν.) αρχ. συνουσία … Dictionary of Greek